-
1 επικυλινδεω
ἐπικυλινδέω, ἐπικῠλίω1) скатывать, наваливать(πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.)
; pass. скатываться2) нагромождать(τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὴ ὅ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.)
3) катиться(κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.)
-
2 επικυλιω...
ἐπικυλίω...ἐπικυλινδέω, ἐπικῠλίω1) скатывать, наваливать(πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.)
; pass. скатываться2) нагромождать(τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὴ ὅ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.)
3) катиться(κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.)
-
3 πυκνοω
1) уплотнять, сгущать(τι Arst.)
τὸ πεπυκνῶσθαι Arst. — застывшее состояние, замороженность;ὑπὸ τοῦ ψυχροῦ πυκνοῦσθαι Plut. — сжиматься от холода;ἥ γῆ τῶν ἰχνῶν πυκνοῦται Xen. — земля густо покрывается следами (зайцев);πυκνουμένῳ πνεύματι Plut. — не переводя дыхания, единым духом2) смыкать, сплачиватьπ. ἑωυτούς Her. — смыкать свои ряды
3) закреплять, запирать(τὸν στόμαχον Plut.)
4) сосредоточивать
См. также в других словарях:
συνταγή — (Ιατρ.). Γραπτές οδηγίες που αφορούν την ποιότητα, τη δόση, τη μορφή των φαρμάκων ή τον τρόπο παρασκευής τους. Οι οδηγίες γράφονται σε φύλλα χαρτιού, που στην κορυφή του έχει το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του γιατρού. Σ’ αυτήν αναφέρεται η… … Dictionary of Greek
πλαδώ — άω, ΜΑ 1. (ιδίως για τη σάρκα) είμαι πλαδαρός, μαλακός, χαλαρός 2. σήπομαι, μουχλιάζω αρχ. 1. (αμτβ. τ. παρατ.) ἐπλάδα (κατά τον Ησύχ.) «κατέδευεν» 2. μτφ. (για τον νου) είμαι ή γίνομαι αδρανής, χαύνος, ναρκώνομαι διανοητικά 3. φρ. «πλαδᾱν τὸν… … Dictionary of Greek
List of Greek phrases — List of Greek Phrases/ProverbsContents *Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω *See also NOTOC Αα (h)a ;Apolytonic|γεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω: Ageōmetrētos mēdeis eisitō .: Let no one without knowledge of geometry enter . Motto over the… … Wikipedia
στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… … Dictionary of Greek
ψούδια — και δ. γρφ ψουδία και σε κώδ. ψοδία, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες και κυρίως στον τ. ψουδία) «ψευδῆ» 2. «Λάκωνες δὲ τὸν στόμαχον» … Dictionary of Greek
προεκλύω — Α 1. χαλαρώνω προηγουμένως κάτι («προεκλύειν τον στόμαχον», Αθήν.) 2. εξασθενώ, αδυνατίζω κάτι προηγουμένως («προεκλύειν τὸ ἐνστατικόν» να εξασθενεί προηγουμένως την αντίσταση, Αλέξ. Αφροδ.) 3. ελαττώνω, περιορίζω προηγουμένως τη δύναμη… … Dictionary of Greek
προσεκλύω — Α εξασθενώ, χαλαρώνω ακόμη περισσότερο («μὴ προσεκλύειν τὸν στόμαχον», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκλύω «λύνω, χαλαρώνω, εξασθενίζω»] … Dictionary of Greek
εκλύω — (AM ἐκλύω) 1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τόν κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο 2. χαλαρώνω, εξασθενίζω 3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά νεοελλ. μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον αρχ. μσν … Dictionary of Greek